23/9/14

Μετά την επόμενη μέρα (διαβάζεται και σαν τίτλος ταινίας καταστροφής)


Τους  έχω υποσχεθεί να πάμε στην βιβλιοθήκη για να πάρουμε βιβλία, περνάμε από μπροστά και βλέπω την πόρτα κλειστή. Σταματάω με αλάρμ και κατεβαίνω, είναι κλειδωμένη. Γυρνάω στο αυτοκίνητο, τους το λέω και σε δευτερόλεπτα η Μιράντα ξεσπάει σε ένα σπαρακτικό κλάμα επειδή «ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΜΕ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΗΗΗΗΗΗΗΗ». Βρίσκω το τηλέφωνο του τμήματος ενηλίκων και παίρνω από το κινητό. Μου λένε πως η υπάλληλος του παιδικού τμήματος κάνει απεργία και είναι κλειστό. Το εξηγώ στη Μιράντα που δεν ξέρει τι είναι η απεργία και ξεσπάει σε περισσότερα κλάματα. Προσπαθώ, μα τω Θεώ, να την ηρεμήσω, παίρνω το 11888, να μου πει το τηλέφωνο της βιβλιοθήκης της Παλλήνης. Ήμαρτον, έχω έναν βιβλιοφάγο εδώ. Δεν απαντάει κανείς. Τους δίνω δύο επιλογές: ή επιστρέφουμε σπίτι ή πάμε κούνιες. Κλαίει ακόμη αλλά σιγά σιγά ηρεμεί. Πάμε κούνιες.

 

Την προηγούμενη ημέρα, έχω πέσει θύμα νιγηριανής απάτης επειδή έχω βάλει αγγελία το καρότσι στην χρυσή ευκαιρία και τώρα κάποιος από το εξωτερικό θέλει και καλά να με πλήρωσει και να του στείλω το καρότσι, θα μου βάλει τα διπλάσια χρήματα στο paypal κι εγώ από αυτά  θα πρέπει να πλήρωσω κάτι στη western union και κουραφέξαλα. Πριν μου πει λεπτομέρειες κάνω το λάθος και δίνω το κινητό μου. Μετά το ψιλιάζομαι, κλείνω το λογαριασμό μου στο paypal, o κυριούλης μου στέλνει fake email ότι και καλά μου έβαλε τα χρήματα. Θέλω να του στείλω απάντηση, δεν το πουλάω, είμαι έγκυος στο τρίτο και το χρειάζομαι! Με παίρνει από ένα 20ψήφιο νούμερο στο κινητό και λέει hello hello και δεν με ακούει. Με ξαναπαίρνει, δεν το σηκώνω, του στέλνω απειλητικό email ότι έχω ειδοποιήσει the local police και ίδρωνει το αυτί του!

 

Το μεσημέρι πάω να πάρω τη Δανάη από το σχολείο, η δασκάλα με κρατάει στο τέλος να μου πει ότι η Δανάη δεν ήθελε να ξαπλώσει στη μεσημεριανή σιέστα, έβαλε τα κλάματα και ήθελε να με πάρει τηλέφωνο και πως δεν πιέζουν κανένα να κοιμηθεί απλά να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί για μισή ώρα. Νιώθω πόσο καταπιεστικό μπορεί να είναι αυτό για τη Δαναή. Προσπαθώ να βρω ένα τρόπο να το χειριστώ. Δεν θέλω στην πρώτη δυσκολία να ζητήσω ειδική μεταχείριση από τη δασκάλα, του στυλ ας κάτσει στην αίθουσα μόνη της να ζωγραφίσει, 20 παιδιά το δέχονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, γιατί να μην προσπαθήσει κι αυτή; Ούτως ή αλλως τα κόλπα με τον ύπνο είναι καθημερινό φαινόμενο στο σπίτι μας. Το βράδυ το συζητάμε λίγο πιο ήρεμα και τις φτιάχνω χαρτάκι με 5 καρδούλες, κάθε μεσημέρι που θα ξαπλώνει (χωρίς να κοιμάται) θα ζωγραφίζουμε μία και στο τέλος, όταν τις ζωγραφίσουμε όλες θα πάρει κάτι, ό,τι θέλει αυτή ,από το ψιλικατζίδικο. Θυμαμαι τη νταντά αμέσου δράσεως και σκέφτομαι να την καλέσω.

 

Λάθος συννενοήσεις και παρεξηγήσεις σε κάποια δουλειά κάνουν ακόμη δυσκολότερη την ψυχολογία μου, όμως προσπαθώ να μείνω αισιόδοξη και to the point.

 

Και η δική μου καθημερινότητα έχει αλλάξει. Ξυπνάω 7μιση και μετά από λίγο γυρνάω σε ένα άδειο σπίτι. Είναι σοκ και για μένα, όχι μόνο για αυτές. Η Μιράντα αποδεικνύεται ο πιο ώριμος άνθρωπος σε αυτό το σπίτι, πάει και φεύγει από το σχολείο με το χαμόγελο, οπότε άκυρο το προηγούμενο ποστ. Δεν ξέρω ακριβώς τι μου φταίει, νομίζω ότι τα βλέπω όλα πολύ συναισθηματικά, να μπαίνω συνέχεια στη θέση της Δανάης και να την κατανοώ, κουράζομαι να  παίρνω όλη την αρνητική της ενέργεια κάθε πρωί «μα είναι άδικο να πηγαίνω κάθε μέρα σχολείο» και απάντηση στην ερώτηση ποιά ήταν η ωραιότερη στιγμή σήμερα στο σχολείο «όταν ήρθες να με πάρεις.»

 

Το ξέρω ότι θα γελάω σε λίγο καιρό, τα παθήματα θα  μου γίνουν μαθήματα και θα δίνω και εγώ συμβουλές με ύφος έξυπνης και έμπειρης μάνας. Όμως τώρα με έχει πάρει λίγο από κάτω, λίγο γελάω, λίγο στεναχωριέμαι, λίγο θέλω να ξυπνάμε το πρωί και να βλέπουμε nickelodeon μέχρι τις 11. Λίγο εγώ δεν έχω αποδεχτεί αυτή την καινούργια κατάσταση.

Οποιαδήποτε πρόταση για ψυχολόγο δεκτή όμως νιώθω και μόνο το ότι έγραψα αυτό το ποστ κάπως με βοήθησε...

3/9/14

Δυομισάρι σε νέες περιπέτειες

Ξυπνητήρι 7:30. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχω βάλει δυο φορές ξυπνητήρι, για να πάω να γεννήσω κάτι ξέγνοιαστα σαββατιάτικα πρωινά τα παιδιά μου με προγραμματισμένη καισαρική. Όμως βάζω το ξυπνητήρι γιατί, λέει, είχα κάνει αίτηση μέσω ΕΣΠΑ για το Μιραντάκι και ναι το πήρανε και αύριο, λέει πρέπει να πάει για προσαρμογή δυο ωρίτσες.
Με το που χτυπάει το ξυπνητήρι, η Μιράντα ξυπνάει,  κατουριέται πάνω της, στο κρεβάτι ΜΑΣ, τα τσίσα της ακουμπάνε και τη Δανάη, που είναι κι αυτή στο κρεβάτι μας. Τις σηκώνω άρον άρον, μπάνιο, γάλα, θα πάμε σχολείο, να έρθεις κι εσύ μαζί, όχι δεν θέλω να πάω, άντε δεν θα πάμε μαμά;
Μέχρι να φτάσουμε, δεν έχω καταλάβει ούτε αν αυτή τρελαίνεται στην ιδέα να πάει στο σχολείο, ούτε αν εγώ έχω καμιά διάθεση να την αφήσω εκεί. Φτάνουμε. Οι δασκάλες επιβλέπουν τα παιδιά στην αυλή, αφήνω τη Μιράντα, την τσάντα της, φιλί, «Γειά σου μαμά» με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Βγαίνω από την ξύλινη, προχειροβαμμένη πόρτα του δημόσιου παιδικού σταθμού και την αφήνω.
Μέχρι το αυτοκίνητο βάζω τα κλάματα. Η Δανάη με επαναφέρει στην τάξη. «μαμά εγώ είμαι πιο σοβαρή». ΝΑΙ αλλά το άφησα αυτό το μικρό το δυομισάρι κι έφυγα. Και δεν υπάρχει λόγος να το αφήσω, αφού είμαι σπίτι, ό,τι κι αν κάνω το κάνω από το σπίτι. Δεν μπλέκεστε στα πόδια μου, θα παίζω όλη μέρα μαζί σας στο πάτωμα και θα βλέπουμε Πέπα και Νικόλα από το πρωί.
Δεν γυρίζουμε σπίτι. Κλαίω. Παίρνω τον Δημήτρη, του τα λέω, κλαίω.
Είμαι με το κινητό στο χέρι, ανεβάζω στο fb την φωτογραφία της, σχολιάζοντας «how the hell did this happen?” γιατί πραγματικά δεν ξέρω πως έγινε όλο αυτό.
 
Προσπαθώ να ξεχαστώ. Έχω δυο ώρες με τη μεγάλη μου κόρη που πραγματικά το χαίρεται που είμαστε μόνες μας. Τσεκάρω κινητό και βλέπω δυο αναπάντητες. Μα καλά τι μάνα είμαι εγώ; Πώς δεν το άκουσα;
«ελάτε, έχει λίγο γκρίνια και κλαίει, σας ζητάει, κάθεται σε μια γωνιά και δεν μιλάει σε κανέναν». Τρέχω, έχει περάσει μιαμιση ώρα εκεί μόνη της με δασκάλες που δεν τις ξέρει, δεν τις ξέρω ούτε εγώ, νομίζω πως απλά επιβλέπουν τον χώρο. Είναι πρώτες μέρες και η κατάσταση είναι χύμα, νομίζω στο σχολείο. Πόση ώρα να παίξει το μικρό μου μόνο του ανάμεσα σε άγνωστα αγοράκια που τρέχουν σαν τρελά και κοριτσάκια στην ηλικία της αδερφής της παρά κάτι;
Φτάνουμε. Τη βλέπω δίπλα στην πόρτα, με την τσαντούλα της στην πλάτη, με βλέπει και φωτίζεται. «ήρθες, εγώ έκλαιγα» έχει ακόμη δάκρυα στα μάτια...
Τι του έκανα η κακούργα; Θα το ξαναπάω και αύριο για προσαρμογή στο λάκο με τα λιοντάρια, το δυομισάρι μου.